ενανθρώπηση

ενανθρώπηση
η
1. η ενσάρκωση του Θεού (του Ιησού) και η ζωή του ανάμεσα στους ανθρώπους.
2. (ιατρ.), η διαβίβαση με το ανθρώπινο σώμα ύλης εμβολίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενανθρώπηση — Η ενσάρκωση του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδας, του Ιησού, σύμφωνα με τη χριστιανική δογματική, που αποτελεί μεγάλο μυστήριο της χριστιανικής πίστης, αλλά και τη βάση της σωτηρίας των ανθρώπων. Κατά τη χριστιανική διδασκαλία, όταν έφτασε το… …   Dictionary of Greek

  • ένσαρκος — η, ο (AM ἔνσαρκος, ον) 1. αυτός που έχει ανθρώπινη σάρκα (σε αντίθεση με τον άυλο, τον πνευματικό) 2. φρ. α) «ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία» η ενανθρώπηση τού Υιού και Λόγου τού Θεού, τού Χριστού β) «ο ένσαρκος άγγελος» προσωνυμία τού Προφήτη Ηλία, τού… …   Dictionary of Greek

  • ενανθρωπότης — ἐνανθρωπότης, η (Α) ενανθρώπηση* …   Dictionary of Greek

  • εναντιοδοκήται — ἐναντιοδοκῆται και ἐναντιοδοκηταί, οι (Α) ονομασία που δόθηκε στους οπαδούς τού Νεστορίου και τού Ευτυχίου επειδή πρέσβευαν δόγματα αντίθετα με την ορθή πίστη, σχετικά με τη φύση και την ενανθρώπηση τού Χριστού …   Dictionary of Greek

  • ενσάρκωση — η (AM ἐνσάρκωσις) [σάρκωσις] η ενανθρώπηση τού Χριστού νεοελλ. η υλική εμφάνιση μιας ιδέας («είναι ενσάρκωση τής αρετής») …   Dictionary of Greek

  • ευτυχής — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννη του Θεολόγου. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου. 2. Επίσκοπος Μελιτινής. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Μαΐου. II (Κωνσταντινούπολη 378 – 454; μ.Χ.). Ιδρυτής της αίρεσης… …   Dictionary of Greek

  • μονοφυσίτης — ο (ΑΜ μονοφυσίτης) συν. στον πληθ. οι μονοφυσίτες οι οπαδοί τής θρησκευτικής αίρεσης τού μονοφυσιτισμού, που εμφανίστηκε τον 5ο μ.Χ. αιώνα και διδάσκει ότι ο Ιησούς έχει μόνο τη θεία φύση, από την οποία απορροφήθηκε μετά την ενανθρώπηση και η… …   Dictionary of Greek

  • μονοφυσιτισμός — Σημαντική κατεύθυνση της χριστιανικής σκέψης που εμφανίστηκε τον 5o και 6o αι.· υπάρχει και σήμερα σε μερικές ζώνες και έχει καταδικαστεί από την Εκκλησία ως αιρετική. Ιδρυτής του μ. υπήρξε ο Ευτυχής (γι’ αυτό λέγεται και Ευτυχιανισμός), ο οποίος …   Dictionary of Greek

  • πελάγιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιστρία και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο. Θεωρείται πολιούχος και προστάτης της Κωνστάντζας. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Αυγούστου. 2. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο το 925. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”